- σελάχη
- σέλαχοςthe cartilaginousneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)σέλαχοςthe cartilaginousneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σέλαχος — (I) ο, Ν ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία για το σελάχι. (II) άχεος, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ σελάχη ο σέλαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα χος (πρβλ. τέμα χος, τάρι χος) από την λ. σέλας*, πιθ. λόγω τής φωσφορίζουσας ακτινοβολίας… … Dictionary of Greek
χονδράκανθος — η, ο / χονδράκανθος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χονδράκανθος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κωπήποδων καρκινοειδών αρχ. αυτός που έχει ακανθώδη σκελετό («σελάχη χονδράκανθα τὴν φύσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + άκανθος (<… … Dictionary of Greek